αποκεντώ

αποκεντώ
(-άω) (Α ἀποκεντῶ, -έω)
νεοελλ.
τελειώνω το κέντημα
αρχ.
διατρυπώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • συναποκεντώ — έω, Α διατρυπώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποκεντῶ «διατρυπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”